- ενδοπνευμονικός
- η , ό[ν] мед. внутрилёгочный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδοπνευμονικός — ή, ό αυτός που υπάρχει ή γίνεται στον πνεύμονα («ενδοπνευμονική πίεση») … Dictionary of Greek
ενδοπνευμονικός — ή, ό που υπάρχει ή γίνεται μέσα στον πνεύμονα: Ενδοπνευμονική πίεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)